προσδοκία

προσδοκία
προσδοκία, ας, ἡ (προσδοκάω; Thu., X., Pla. et al.; pap, LXX; PsSol ins; TestJos 7:6; Philo; Jos., Ant. 15, 58 al.) expectation of someth. that is to happen, whether good or bad, expectation w. obj. gen. (cp. for the obj. gen. and use w. φόβος Plut., Anton. 951 [75, 4] φόβος καὶ προσδοκία τοῦ μέλλοντος, Demetr. 895 [15, 4]; Philo, Abr. 14; Jos., Ant. 3, 219 κακοῦ πρ.) τῶν ἐπερχομένων Lk 21:26. W. subj. gen. πρ. τοῦ λαοῦ Ac 12:11.—DELG s.v. δοκάω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσδοκία — προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc/acc dual προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίᾳ — προσδοκίαι , προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκία — η, ΝΜΑ [προσδοκῶ] 1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή 2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς νεοελλ. φρ. «δικαίωμα προσδοκίας» (νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας τού δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • προσδοκία — η αναμονή, ελπίδα, απαντοχή: Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των γονέων μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσδοκίας — προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem acc pl προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίαι — προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίαν — προσδοκίᾱν , προσδοκία looking for fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκιῶν — προσδοκία looking for fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίαις — προσδοκία looking for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίη — προσδοκία looking for fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδοκίην — προσδοκία looking for fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”